Ορισμένοι φυτοφάγοι δεινόσαυροι κουνούσαν σαν βεντάλια τις φτερωτές ουρές τους για να εντυπωσιάσουν το αντίθετο φύλο, δείχνει η μελέτη απολιθωμένων σπόνδυλων.
Τα φτερά
Οι δεινόσαυροι πιστεύεται ότι ήταν άμεσοι πρόγονοι των πτηνών -προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ορισμένα τουλάχιστον προϊστορικά ερπετά είχαν φτερά και πούπουλα, τα οποία χρησιμοποιούσαν είτε για πτήση είτε για μόνωση.
Φαίνεται όμως ότι τα φτερά (πτίλα) είχαν και άλλες χρήσεις. Ο Σκοτ Πέρσονς του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα στον Καναδά εξέτασε απολιθώματα τεσσάρων ειδών δεινόσαυρων του γένους Oviraptor, τα οποία ζούσαν στις περιοχές της σημερινής Κίνας, της Μογγολίας και του Καναδά στα τέλη της Κρητιδικής περιόδου.
Η εξέταση έδειξε ότι οι τελευταίοι σπόνδυλοι στις ουρές των ερπετών ήταν συγχωνευμένοι και σχημάτιζαν μια μακρόστενη, αυλακωτή δομή σαν λεπίδα. «Η δομή αυτή λέγεται πυγόστυλος» αναφέρει ο Δρ Πέρσονς. «Μεταξύ των σύγχρονων ζώων, μόνο τα πτηνά τη διαθέτουν» επισημαίνει.
Η ουρά
Επιπλέον, τα οστά του Similicaudiptery, ενός πρώιμου είδους Oviraptor, φέρουν ίχνη φτερών που απλώνονταν ακτινωτά από τον πυγόστυλο, ενώ κατά μήκος της ουράς εκτείνονταν ισχυροί μύες.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Similicaudiptery πετούσε, το πιθανότερο είναι ότι ο δεινόσαυρος χρησιμοποιούσε αυτούς τους μυς για να κουνά τη φτερωτή ουρά του πέρα-δώθε και πάνω-κάτω.
Το ίδιο κάνουν σήμερα τα αρσενικά ορισμένων πτηνών όπως τα παγόνια και οι γαλοπούλες. «Μια μεγάλη ποικιλία δεινόσαυρων είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσαν πτίλα για πτήση και για μόνωση από το κρύο» σχολιάζει ο παλαιοντολόγος. Τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι «στα τέλη της Κρητιδικής περιόδου οι δεινόσαυροι έκαναν με τα φτερά τους όλα όσα κάνουν σήμερα τα πτηνά» προσθέτει.
Εκτός όμως από φτερωτές ουρές, οι Oviraptor έφεραν επίσης οστέινα λοφία στα κεφάλια τους. Σύμφωνα με τον Πέρσονς, τα λοφία αυτά ίσως χρησιμοποιούνταν για επίδειξη, όπως συμβαίνει σήμερα με το λειρί του κόκορα. «Από το λοφίο μέχρι το κούνημα της φτερωτής ουράς, οι Oviraptor είχαν μια τάση για οπτική επίδειξη» λέει ο ίδιος. Η μελέτη του δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Acta Palaeontologica Polonica».