Η μικροχλωρίδα του δέρματος και του εντέρου παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες ανάμεσα στους κατοικίδιους σκύλους και...
τα αφεντικά τους, αποκαλύπτουν γενετικές αναλύσεις σε αμερικανικές οικογένειες. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι οι ιδιοκτήτες σκύλων παρουσιάζουν μεγαλύτερες ομοιότητες με τα κατοικίδιά τους παρά με τα παιδιά τους.
Η μελέτη
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπούλντερ εξέτασαν την ποικιλία των μικροβίων σε 60 οικογένειες, από τις οποίες οι 25 είχαν κατοικίδιο σκύλο. Χρησιμοποιώντας ειδικές μπατονέτες, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα μικροβίων από διάφορα σημεία του σώματος -τη γλώσσα, το μέτωπο και τις παλάμες ή πατούσες αντίστοιχα. Εξέτασαν επίσης τα μικρόβια σε δείγματα κοπράνων.
«Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις ήταν ότι ανιχνεύσαμε μια ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τους σκύλους τους» αναφέρει ο Δρ Ρομπτ Νάιτ, επικεφαλής του πειράματος. «Η μικροβιακή ομοιότητα φαίνεται μάλιστα εντονότερη μεταξύ γονιών και σκύλων παρά ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους» επισημαίνει ο ερευνητής.
Μια άλλη έκπληξη ήταν ότι, άγνωστο γιατί, η παρουσία ενός σκύλου αύξανε την ομοιότητα της μικροχλωρίδας ανάμεσα σε συζύγους. Ακόμα, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι οι γονείς μοιράζονται περισσότερα μικρόβια του στόματος με τα παιδιά τους παρά με τα παιδιά αγνώστων.
Η ερευνητική προσπάθεια
Η τελευταία μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ερευνητικής προσπάθειας για την κατανόηση του ρόλου της μικροχλωρίδας με την ανθρώπινη υγεία.
«Υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι η έκθεση σε μια ποικιλία περιβαλλοντικών πηγών μικροβίων μπορούν να επηρεάσουν μακροπρόθεσμα την υγεία» σχολιάζουν οι ερευνητές. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα βακτήρια που ζουν στο δέρμα ενός μέσου ανθρώπου ανέρχονται σε περίπου 100 τρισεκατομμύρια, είναι δηλαδή 10 φορές περισσότερα από τα ανθρώπινα κύτταρα (τα οποία όμως είναι πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος).
Τα τελευταία χρόνια έχουν επίσης συγκεντρωθεί ενδείξεις ότι τα μικρόβια του εντέρου επηρεάζουν το σωματικό βάρος, ενδεχομένως και τη συμπεριφορά. Η τελευταία έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση eLife, μια συνεργασία ανάμεσα στο Ιατρικό Κέντρο Howard Hughes, την Εταιρεία Max Planck και τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Wellcome Trust.
tovima.gr