Γράφει ο Ρόκι
Με χώρισαν νωρίς από την μάνα μου και τα αδερφάκια μου. Ίσα που την θυμάμαι όταν με έπαιρναν μακριά της. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι γινόταν κάτι έλεγαν κάποιοι περίεργοι άνθρωποι για ράτσες και λεφτά. Μετά κατάλαβα ότι ήμουν από τις καλές ράτσες και για αυτό όποιος με έπαιρνε θα έπρεπε να δώσει μεγάλο αντάλλαγμα.
Η επόμενη μνήμη που μου έρχεται στο μυαλό είναι μια γυάλα. Ίσα που χωρούσα. Γκρίνιαζα αλλά δεν μου έδιναν σημασία. Πάντως όχι να περιαυτολόγο αλλά στα νιάτα μου πρέπει να ήμουν κουκλί. Όλοι σταματούσαν, κυρίως κοριτσάκια, με κοιτούσαν και έκαναν κάτι περίεργους ήχους, μάλλον αγάπης. Δεν μπορώ βέβαια να καταλάβω το γιατί αφού άρεσα δεν με έπαιρναν από εκεί. Κάθε μέρα ένιωθα ότι πνιγόμουν.
Η ημέρα της λύτρωσης δεν άργησε πολύ, σας είπα ήμουν καλή ράτσα και κουκλί. Ένα κοριτσάκι ήρθε με έναν αυστηρό κύριο με κοίταξαν καλά καλά, με πήρε αγκαλιά το κοριτσάκι και με πήγαν σε ένα διαμέρισμα. Στο αυτοκίνητο όπως πηγαίναμε της έλεγε συνέχεια ο αυστηρός κύριος ότι εκείνη θα έχει την ευθύνη μου αλλιώς θα με έδιναν πίσω. Εκείνη ήταν κατενθουσιασμένη. Αυτή μου έδωσε και το όνομα Ρόκι.
Χρόνια δόξας τα πρώτα. Ίσως τα καλυτέρα μου ως τώρα. Η μικρή με είχε βασιλιά, φαί βόλτες παιχνίδι. Ο αδερφός της, λίγο μεγαλύτερος, με έπαιζε που και που αλλά δεν πρέπει να μου είχε και τρελή συμπάθεια. Ο αυστηρός κύριος με είχε αποδεχθεί και κάποιες φορές κρυφά μου έδινε και κάνα χάδι. Αυτή που δεν με χώνευε ήταν η χοντρή κυρία. Της γέμιζα λέει το σπίτι τρίχες. Γούνα έχω κυρά μου. Ούτε μια αγκαλιά δεν με είχε πάρει, όχι ότι ήθελα αλλά μαζί μέναμε. Καμιά φορά μου έβαζε φαί αλλά πρώτα την είχε παρακαλέσει το κοριτσάκι.
Ο καιρός περνούσε και εγώ δενόμουν όλο και πιο πολύ με το κοριτσάκι. Πηγαίναμε βόλτες κοιμόμασταν μαζί, μου έδινε κρυφά άλλο φαγητό πολύ πιο νόστιμο, ποτέ δεν θα καταλάβω πως το έπιανε και το έκανε τόσο νόστιμο αφού εγώ έχω περισσότερη δύναμη από αυτήν άρα θα είμαι και καλύτερος κυνηγός. Να φανταστείτε μια φορά την είχα προστατεύσει από έναν. Είχε χιμήξει πάνω της στο κρεβάτι που κοιμόμαστε, άρχισα να γαβγίζω αλλά τελικά με έβγαλε έξω, τι να πεις θα ήθελε να το παίξει γενναία και να με προστατεύσει. Αυτός ξανά ερχόταν, πάντα με μισό μάτι τον κοιτούσα, αν τον πετύχαινα μόνο του θα ξεκαθαρίζαμε τις διαφορές μας.
Εε να μην πολυλογώ με τις καλές μέρες, εξάλλου δεν πουλάνε. Ο καιρός πέρασε και το κοριτσάκι έφυγε από το σπίτι. Είχε φύγει και ο αδερφός της. Από ότι κατάλαβα ήταν να με πάρει μαζί της αλλά δεν γινόταν. Είχα πέσει σε κατάθλιψη, κάθε μέρα στο δωμάτιο της και στο κρεβάτι της ήμουν. Μέχρι και εκείνος ο χλέμπουρας που την ενοχλούσε μου είχε λείψει. Όλη μέρα μόνος μου και κανείς δεν μου έδινε σημασία. Ερχόταν που και που το κοριτσάκι- κοπέλα ολόκληρη είχε γίνει, χαρές να δείτε εγώ. Πέταγα, γάβγιζα η ουρά μου έπαιρνε φωτιά. Μετά πάλι μόνος. Ο καιρός περνούσε και η χοντρή κυρία με ανέβασε στην ταράτσα, απομονωμένο. Δύσκολες μέρες. Κάπου εκεί πρέπει να μου άλλαξαν και το όνομα. Με φώναζαν έξοδο. Ξεχνούσαν να μου βάλουν φαί, έκανα φασαρία να με βάλουν μέσα και μου φώναζαν, καμία σημασία. Τα είχα ψιλοπαίξει κυνήγαγα κάτι περιστέρια, το πιο ενδιαφέρον γεγονός της ημέρας. Βέβαια τα άφηνα να φάνε και από το φαί μου για να έρθουν και την επόμενη ημέρα.
Μια μέρα λοιπόν η χοντρή κυρία με πήρε με το αμάξι. Πήγαινε και πήγαινε. Φτάσαμε σε ένα πάρκο. Τρελάθηκα , είχα να βγω βόλτα πολύ καιρό. Μου έβγαλε και το λουρί. Άρχισα να τρέχω και να τρέχω. Όταν πια δεν άντεχα άλλο πήγα να την βρω. Ήταν εξαφανισμένη. Έψαχνα για ώρες. Μέχρι που δεν άντεξα άλλο και βρήκα μια καρέκλα και κοιμήθηκα. Το πρωί με ξύπνησαν με μπουγέλο και φωνές. Μάλλον δεν έπρεπε να καθόμουν στην καρέκλα.
Περιπλανιόμουν για βδομάδες. Τελικά βρήκα και άλλον έναν φίλο, αν ακούσετε και την δική του ιστορία θα βρείτε ομοιότητες με εμένα, μόνο που αυτός δεν ήταν κουκλί. Τώρα ζούμε μαζί, μας δίνουν κάνα φαί σε κάτι στέκια αλλιώς στα σκουπίδια, μαλώνουμε με τις γάτες και κάτι βρίσκουμε. Δύσκολες μέρες δεν λέω, μου λείπει και η μικρή, βασιλιά με είχε. Και ο χλέμπουρας τι να κάνει ; Παίζαμε που και που. Ακόμη και η χοντρή κυρία μου λείπει, δεν κρατάω κακία. Αλλά πιο πολύ θέλω να ξαναδώ τον αυστηρό κύριο να μου δίνει ένα κρυφό χάδι και κάνα αποφάγι, ήταν το πιο σημαντικό μου κατόρθωμα σε όλη μου την ζωή. Ένας κύριος που με το ζόρι αγκάλιαζε τα παιδιά του μου έδειχνε εμένα αγάπη, έστω και κρυφά. Σίγουρα αν ζούσε δεν θα άφηνε την χοντρή κυρία να με διώξει…